HUMOR — in Ignispicio Veterum, flammae contrarius, observatur Euripidi Phoenissis, v. 1262. Μάντεις δὲ μῆλ᾿ ἔςφαζον, ἐμπύρους δ᾿ ἀκμὰς, Ρ῾ήξεις τ᾿ ενώμων, ὑγρότητ᾿ ὅρους εναντίαν, Α῎κραν τε λαμπάδ᾿, ἢ δυοῖν ὅρους ἔχει. Inde enim fumus oritur, qui ignem… … Hofmann J. Lexicon universale
κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek