λαμπάδ'

λαμπάδ'
λαμπάδα , λαμπάς 1
torch
fem acc sg
λαμπάδι , λαμπάς 1
torch
fem dat sg
λαμπάδε , λαμπάς 1
torch
fem nom/voc/acc dual
λαμπάδα , λαμπάς 2
torch-lit
fem acc sg
λαμπάδι , λαμπάς 2
torch-lit
fem dat sg
λαμπάδε , λαμπάς 2
torch-lit
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • HUMOR — in Ignispicio Veterum, flammae contrarius, observatur Euripidi Phoenissis, v. 1262. Μάντεις δὲ μῆλ᾿ ἔςφαζον, ἐμπύρους δ᾿ ἀκμὰς, Ρ῾ήξεις τ᾿ ενώμων, ὑγρότητ᾿ ὅρους εναντίαν, Α῎κραν τε λαμπάδ᾿, ἢ δυοῖν ὅρους ἔχει. Inde enim fumus oritur, qui ignem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”